1 χηλευω
κράνεα χηλευτά Her. — плетеные шлемы
Древнегреческо-русский словарь > χηλευω
χηλευτός — ή, όν, Α [χηλεύω] πλεγμένος, πλεκτός («κράνεα χηλευτά», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek